- ξυλοκοπημένος
- battu
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ … Dictionary of Greek
ξυλοκοπιέμαι — ξυλοκοπιέμαι, ξυλοκοπήθηκα, ξυλοκοπημένος βλ. πίν. 59 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δαρτός — ή, ό ο δαρμένος, ο ξυλοκοπημένος: Πήγε στο σπίτι του δαρτός μετά τη συμπλοκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοκοπώ — ξυλοκόπησα, ξυλοκοπήθηκα, ξυλοκοπημένος, δέρνω κάποιον πολύ, ξυλοκοπανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)